- σκαμνίον
- το, Μβλ. σκαμνί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
стол — род. п. а, укр. стiл, род. п. a, др. русск. столъ стол, престол, сидение , ст. слав. столъ σκαμνίον, θρόνος (Остром., Супр.), болг. стол стул, трон, кресло , сербохорв. сто̑, род. п. сто̀ла стул, кресло, стол , словен. stòl, род. п. stolа стул,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
αρνί — το (AM ἀρνίον) 1. το πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ. μσν. μτφ. ο Ιησούς Χριστός αρχ. η προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του… … Dictionary of Greek
ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… … Dictionary of Greek
σκαμνί — το / σκαμνίον, ΝΜ [σκάμνον] απλό ξύλινο κάθισμα χωρίς στήριγμα για τη ράχη νεοελλ. μτφ. 1. εδώλιο για τους κατηγορουμένους 2. φρ. «θα σέ καθίσω στο σκαμνί» θα σέ πάω στα δικαστήρια … Dictionary of Greek